12/11/2014 ΗΜΕΡΑ ΠΕΣΟΝΤΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ
12 Νοέμβρη…
Ήρωες παλιοί, ήρωες νέοι, ήρωες παντοτινοί,
ανάσα κι αν δεν έχουνε, πάντοτε είναι ζωντανοί.
Δεν έχει σημασία το που, το πότε, το γιατί ή το πώς,
είναι δύσκολο να χαρίζεις, σ’ άλλους της ζωής το φώς.
Η εμπασιά του Παραδείσου, διάπλατα ανοιχτή
γι’ αυτούς που δε λογάριασαν τη δική τους τη ζωή.
Που βάλαν λίγο πιο μπροστά, απ’ όλα το καθήκον τους
για να μπορούνε να γελούν, στον αιώνιο τον ύπνο τους.
Μεγάλη τιμή να πέσεις, για αυτά που όρκο έδωσες,
φόβους κι ενδοιασμούς, μες την ψυχή σου έλιωσες,
Στης κοινωνίας την αγκαλιά, έχεις την πρώτη θέση,
γιατί το θάνατο θωρείς, ένδοξε Πυροσβέστη.
Δακρύστε άφοβα γι’ αυτούς, για τις θυσίες να μιλάτε,
Αναμεσά μας βρίσκονται, ΤΟΥΣ ΛΕΟΝΤΕΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ.
Κοκκινόπουλος Γρηγόριος
Αρχιπυροσβέστης
Τι τιμή στον Πυροσβέστη που φοράει την στολή
να εκτελέσ' υπερηφάνως μια υψηλή αποστολή.
Με την μάσκα και το κράνος, τον αυλό και το λυχνάρι
το βαρύ του έργο αρχίζει της φωτιάς το παλικάρι.
Αψηφεί τα πάντα όλα, τις φωτιές και τα συντρίμμια
με ένα πόθο, τη θυσία στην Πατρίδα μας την τίμια.
Δεν λυγίζει, ούτε φοβάται απ τη φύση και τη λάβα
και διαρκώς μονολογάει «Πυροσβέστη εμπρός σου τράβα»
Ρίχνεται μέσα στην λάβα και παλεύει με τον χάρο
στους ανθρώπους να χαρίσει του απολυτρωμού τον φάρο.
Όλα γύρο του μουγκρίζουν και τα πάντα λαμπαδιάζουν
και στην πύρινη την μάχη τα κορμιά τους αραδιάζουν.
Ανεβαίνει εις τα ύψη και εισχωρεί μέσα στα βάθη
και επάνω στο καθήκον κάποιος μαχητής εχάθει.
Και ο αφανής κατέθεσε καρδιά, ψυχή και σώμα
με δόξα τον εσκέπασε το πύρινο το χώμα.
Και ξεψυχώντας σέρνεται κι ανάλαφρα ησυχάζει
«να ζήσει η Ελλάδα μας» υπόκωφα φωνάζει.
«Γεια χαρά σου Πυροσβέστη, γεια χαρά κι εσύ ζωή
Για το τίμιο καθήκον δίνω την στερνή πνοή»
«Με την πίστη στην Ελλάδα και του Έθνους την λαμπάδα
Θα κρατήσω κατ΄απ΄ το χώμα της Πατρίδας μου την δάδα»
Ήρωες παλιοί, ήρωες νέοι, ήρωες παντοτινοί,
ανάσα κι αν δεν έχουνε, πάντοτε είναι ζωντανοί.
Δεν έχει σημασία το που, το πότε, το γιατί ή το πώς,
είναι δύσκολο να χαρίζεις, σ’ άλλους της ζωής το φώς.
Η εμπασιά του Παραδείσου, διάπλατα ανοιχτή
γι’ αυτούς που δε λογάριασαν τη δική τους τη ζωή.
Που βάλαν λίγο πιο μπροστά, απ’ όλα το καθήκον τους
για να μπορούνε να γελούν, στον αιώνιο τον ύπνο τους.
Μεγάλη τιμή να πέσεις, για αυτά που όρκο έδωσες,
φόβους κι ενδοιασμούς, μες την ψυχή σου έλιωσες,
Στης κοινωνίας την αγκαλιά, έχεις την πρώτη θέση,
γιατί το θάνατο θωρείς, ένδοξε Πυροσβέστη.
Δακρύστε άφοβα γι’ αυτούς, για τις θυσίες να μιλάτε,
Αναμεσά μας βρίσκονται, ΤΟΥΣ ΛΕΟΝΤΕΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ.
Κοκκινόπουλος Γρηγόριος
Αρχιπυροσβέστης
Τι τιμή στον Πυροσβέστη που φοράει την στολή
να εκτελέσ' υπερηφάνως μια υψηλή αποστολή.
Με την μάσκα και το κράνος, τον αυλό και το λυχνάρι
το βαρύ του έργο αρχίζει της φωτιάς το παλικάρι.
Αψηφεί τα πάντα όλα, τις φωτιές και τα συντρίμμια
με ένα πόθο, τη θυσία στην Πατρίδα μας την τίμια.
Δεν λυγίζει, ούτε φοβάται απ τη φύση και τη λάβα
και διαρκώς μονολογάει «Πυροσβέστη εμπρός σου τράβα»
Ρίχνεται μέσα στην λάβα και παλεύει με τον χάρο
στους ανθρώπους να χαρίσει του απολυτρωμού τον φάρο.
Όλα γύρο του μουγκρίζουν και τα πάντα λαμπαδιάζουν
και στην πύρινη την μάχη τα κορμιά τους αραδιάζουν.
Ανεβαίνει εις τα ύψη και εισχωρεί μέσα στα βάθη
και επάνω στο καθήκον κάποιος μαχητής εχάθει.
Και ο αφανής κατέθεσε καρδιά, ψυχή και σώμα
με δόξα τον εσκέπασε το πύρινο το χώμα.
Και ξεψυχώντας σέρνεται κι ανάλαφρα ησυχάζει
«να ζήσει η Ελλάδα μας» υπόκωφα φωνάζει.
«Γεια χαρά σου Πυροσβέστη, γεια χαρά κι εσύ ζωή
Για το τίμιο καθήκον δίνω την στερνή πνοή»
«Με την πίστη στην Ελλάδα και του Έθνους την λαμπάδα
Θα κρατήσω κατ΄απ΄ το χώμα της Πατρίδας μου την δάδα»
0 σχόλια: